-
1 ξυναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
-
2 συναγω
(impf. συνήγαγον - дор. συνᾶγον, эп. σύνᾰγον; aor. 1 συνῆξα, pf. συνῆχα и συναγήοχα; pass.: aor. συνήχθην, pf. συνῆγμαι - дор. συνᾶγμαι)1) собирать(καρπούς Polyb.; νεφέλας Hom.; τινὰς ἐς ἕνα χῶρον Her.)
σ. τὰς εἰσφοράς Arst. — собирать поступления, доходы;σ. τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγηΐοις Her. — сливать оливковое масло в сосуды;σ. ἑαυτόν Plut. — собираться с силами2) сводить вместе(τοὺς ἑαλωκότας Xen.)
Ἕλληνας εἰς ἓν καὴ Φρύγας ξ. Eur. — сталкивать греков с фригийцами3) свозить, (отовсюду) доставлять(τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν Xen.)
ὅρκια πιστὰ θεῶν σ. Hom. — приводить жертвенных животных для освящения договоров4) собирать, созывать(τὸ δικαστήριον Her.; τέν ἐκκλησίαν Thuc.)
συνήχθησαν εἰς τέν αὐλήν NT. — они собрались во дворе5) привлекать, навлекать(φθόνον τινί Dem.)
6) сочетать, соединять, связывать(τινά τινι Xen.; τὸ ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ Arst.)
σ. ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. — соединять людей узами родства7) сваливать в одну кучу(τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις Aeschin.)
8) учреждать, устраивать(γάμους Xen.; πανηγύρεις Isocr.; συσσίτια Plat.)
9) устраивать, строить(τὸν κοινὸν βίον Plat.)
σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men. — строить жизнь на честных делах10) набирать, снаряжать(τριήρεις καὴ πεζέν στρατιάν Isocr.)
11) сближать, смыкать(τὰ κέρατα Her.)
σ. τὰ τέρματα Her. — (о реках) соединяться устьями12) стягивать, свиватьσ. τὰς ὀφρῦς Soph. — хмурить брови;
σ. ἅμμα Plat. — стягивать узел;σ. τὰ ὄμματα или βλέφαρα Arst. — щуриться;ὅ ὄφις συνάγει ἑαυτόν Arst. — змея свивается13) суживать(τέν διώρυχα Her.; τέν πόλιν Polyb.)
σ. πρῴρην Her. — заострять носовую часть корабля;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Arst. — суживаться, заостряться;σ. τὰ ὦτα Xen. — навострять (настораживать) уши14) стеснятьσυνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος Polyb. — местность, ограниченная отовсюду лесами;
ξ. (τοὺς πολεμίους) ἐς ὀλίγον Thuc. — запереть противника на небольшом пространстве;συναχθῆναι τῇ σιτοδείᾳ Polyb. — терпеть недостаток в хлебе;συνάγεσθαι ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Polyb. — страдать от голода15) ( о боевых действиях) завязывать, начинать(ἔριδα Ἄρηος Hom.; πόλεμον Isocr.)
σ. εἰς χεῖρας Plut. — вступать в рукопашный бой16) составлять, сочинятьβουλέν σ. πολέμοιο Batr. — составлять план войны;
τὰς πράξεις τὰς ἐν τοῖς πολέμοις σ. Isocr. — описывать военные подвиги;σ. ὑπόμνημα τῶν γεγονότων Luc. — писать воспоминания о прошлом17) делать вывод, заключать Luc.ἐξ ὁμολογουμένων σ. Arst. — делать вывод из общепризнанных суждений;
σ. τὸ κεφάλαιον Arst. — подводить итоги18) сплетать, ткать(ὕφασμα ἔκ τινος Plat.)
19) сосредоточивать, выстраивать20) двигать вместеσυνάγεσθαι τᾷ περιφορᾷ τῶ (= τοῦ) παντός Plat. — двигаться по кругу вместе с вселенной
См. также в других словарях:
Άγρων — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Κώος που περιφρόνησε τους θεούς και λάτρευε μαζί με τους συγγενείς του μόνο τη Γη, πράγμα που έκανε τους θεούς να μεταμορφώσουν και αυτόν και τους συγγενείς του σε διάφορα πουλιά. 2 … Dictionary of Greek
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek